πάγνυμι

πάγνυμι
πάγνυμι (fut. πάξομεν: aor. ἔπαξε: med. aor. ἐπάξαντο; πάξαιτο.)
a fix, plunge

οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε διὰ φρενῶν λευρὸν ξίφος N. 7.26

med., ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς fr. 163.
b construct

χρυσέας ὑποστάσαντες εὐτειχεῖ προθύρῳ θαλάμου κίονας ὡς ὅτε θαητὸν μέγαρον πάξομεν O. 6.3

c fix (in one's heart), purpose med.

ὄφρα ἐν φρασὶ πάξαιθ' ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος ὀπίσω Μέμνων μόλοι N. 3.62

d in tmesis. περὶ δὲ πάξαις (v. περιπάγνυμι) O. 10.45

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”